- απολαμβάνω
- κ. -λαβαίνω (AM απολαμβάνω)1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι2. παίρνω ό,τι μου ανήκει3. αμείβομαινεοελλ.1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής2. γλεντώ, τέρπομαιαρχ.1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον2. παίρνω μακριά, απομακρύνω3. παίρνω παράμερα κάποιον4. αφαιρώ, παίρνω μέρος ενός συνόλου5. παίρνω πίσω, ανακτώ6. αποκλείω, εμποδίζω, σταματώ7. ακούω, μαθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.